- ενθρονίζω
- ενθρόνισα, ενθρονίστηκα, ενθρονισμένος, μτβ.1. (για ηγεμόνες, αρχιερείς κτλ.), εγκαθιστώ κάποιον σε θρόνο, τον ανεβάζω στο θρόνο.2. διορίζω κάποιον σε θέση αυθαίρετα και με τρόπο εξοργιστικό, χωρίς να έχει τα απαραίτητα προσόντα.3. το μέσ., ενθρονίζομαι, α. θρονιάζομαι κάπου απρόσκλητος: Ενθρονίστηκε εδώ και μας κάνει το αφεντικό. β. (για ηγεμόνες κτό.), ανεβαίνω στο θρόνο ή την εξουσία αντικανονικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.